- ιδαλγός
- (hidalgo). Τίτλος Ισπανών ευγενών που ανήκαν στην κατώτερη και μέση αριστοκρατία. Ο όρος προέρχεται από την ισπανική φράση Rizo d’ algo (γιος ανθρώπου που υποφέρει από κάτι) και καθιερώθηκε τον 13o και τον 14o αι. για να χαρακτηρίσει όσους ανήκαν στην τάξη των ιπποτών. Οι ι. αποτελούσαν αξιόλογη στρατιωτική δύναμη και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην απαλλαγή της Ισπανίας από τους Μαυριτανούς. Κατά τον 15ο αι., όμως, οι ι. άρχισαν να υποφέρουν οικονομικά. Η δύναμή τους εξασθένησε σταδιακά, παρά το γεγονός ότι τον 16ο αι. πήραν ενεργό μέρος στην κατάκτηση εδαφών της Αμερικής. Κατά την περίοδο της παρακμής της φεουδαρχικής Ισπανίας υπήρχε μεγάλος αριθμός ι. Παρά τον ξεπεσμό τους, διατηρούσαν την αλαζονεία, κοινό χαρακτηριστικό των ιπποτών της φεουδαρχικής Ευρώπης.
* * *ο(στο παρελθόν) ισπανικός τίτλος ευγενούς τών κατώτερων βαθμίδων.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ισπ. hidalgo «ευγενής» < hijod’algo «γιος κάποιου»].
Dictionary of Greek. 2013.